- διακρατώ
- (ε) μετ. прочно удерживать (что-л.); владеть (чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακρατώ — (AM διακρατῶ, έω) 1. κρατώ κάτι ασφαλώς 2. έχω υπό την εξουσία μου 3. φυλακίζω νεοελλ. 1. κρατώ για ένα χρονικό διάστημα 2. συνέχω, συγκρατώ αρχ. 1. διατηρώ αυτό που μού ανήκει 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω 3. (για ομιλία) συνεχίζω χωρίς διακοπές 4.… … Dictionary of Greek
διακράτηση — η (AM διακράτησις, εως) [διακρατώ] 1. κατοχή 2. εξουσία πάνω σε κάτι ή σε κάποιον 3. γερό κράτημα … Dictionary of Greek
συνδιακρατούμαι — έομαι, Α δεσμεύομαι από τον νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διακρατῶ «κρατώ, διατηρώ, υποστηρίζω»] … Dictionary of Greek